- πλειστολόχεια
- πλειστο-λόχεια, ἡ,A small birthwort, Aristolochia Plistolochia, Plin. HN25.96,101.2 = ἀλθαία, ib.20.222.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλειστολόχεια — ἡ, Α 1. είδος τού φυτού αριστολόχια 2. το φυτό αλθαία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλεῖστος + λοχεία «τοκετός» (< λοχεύω), πρβλ. αριστο λόχεια] … Dictionary of Greek